Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
Εδώ και χρόνια ένιωθα την ανάγκη να γράψω κάτι για έναν ξεχωριστό άνθρωπο, πρότυπο αυταπάρνησης και ήθους, που σημάδεψε με το πέρασμά του την εκπαιδευτική και κοινωνική ζωή της Δράμας αλλά και την προσωπικότητα όσων τον γνώρισαν από κοντά. Νομίζω πως σήμερα, σε μια εποχή κρίσης αξιών και ελλείμματος σε πρότυπα ζωής, ήρθε η κατάλληλη στιγμή. Ηταν άνοιξη του 1963. Καθώς παίζαμε, στο διάλειμμα, στο προαύλιο του Γυμνασίου Αρρένων της Δράμας, έκανε την εμφάνισή του ένας ψηλός, ξανθός γερμανός με ένα ξύλινο πόδι. Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή μας που βλέπαμε γερμανό. Τον περιτριγυρίσαμε και το πρώτο πράγμα που τον ρωτήσαμε, αν θυμάμαι καλά, ήταν, «αν το πόδι του το έχασε στο Στάλινγκραντ». Πράγματι έτσι ήταν. Ηρθε 18 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου για να ευχαριστήσει τον άνθρωπο που του έσωσε τη ζωή. Ειχε πιαστεί αιχμάλωτος στις μάχες του Οχυρού της Δράμας. Οι λίγοι εναπομείναντες του λόχου, με ανθυπολοχαγό τον Κραχτίδη, οι οποίοι είχαν δει δεκάδες συντρόφους τους να πεθαίνουν δίπλα τους από τα πυρά των γερμανών ήθελαν να τον εκτελέσουν επιτόπου. Ο ανθυπολοχαγός Δημήτρης Α. Κραχτίδης, πιστός στις διεθνείς συμφωνίες περί αιχμαλώτων πολέμου αλλά πάνω απ όλα πιστός στον εαυτό του, είχε πει στους άνδρες του «μόνο πάνω από το πτώμα μου». Μπορεί η ενέργεια αυτή να κόστισε τη ζωή σε άλλους, έλληνες και ρώσους. Με αυτή όμως τη λογική έχουν εκτελεστεί δεκάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, πολλοί από τους οποίους ήταν αθώοι. Ο Κραχτίδης, έκανε πράξη αυτό που λέει η φιλοσοφία του Υπαρξισμού: «αν, τη στιγμή που όλα γύρω σου καταρρέουν, εσύ μπορείς να παραμείνεις πιστός σε αξίες και αρχές, τότε είσαι άνθρωπος». Η ιστορία αυτή ήταν το θέμα συζήτησης στο μάθημα των θρησκευτικών που επακολούθησε και νομίζω πως μας συγκλόνισε όλους. Χρειάστηκαν χρόνια ενηλικίωσης για να καταλάβουμε πως «όταν μια ομάδα δεν έχει, συνειδητά, κοινούς στόχους και το κυριότερο, δεν έχει πνευματική ουσία που να δένει τα άτομα μεταξύ τους, τότε, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μετατρέπεται σε ένα τέρας που σκορπά γύρω της τυφλή βία». ( εικόνες από τα γήπεδα αλλά και πρόσφατες εικόνες από τις ομάδες καταστολής της αστυνομίας αλλά και από ομάδες γνωστών-αγνώστων επιβεβαιώνει την παραπάνω θέση. Απλά παιδιά της διπλανής πόρτας, απλοί αστυνομικοί, μέσα στην ομάδα γίνονται αίφνης βίαιοι μπάτσοι και παιδιά που σαν άτομα είναι ευγενικά στην ομάδα γίνονται βίαιοι ταραξίες).
Ηταν μια εποχή που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα. Ζούσαμε σε ένα κράτος φοβισμένο και εκδικητικό, που 14 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου, εξακολουθούσε να τιμωρεί συλλογικά ακόμη κι εκείνους που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Μόνο στην τάξη μου είχα δύο συμμαθητές, που στην ηλικία των 15 ετών δεν είχαν δει ποτέ τον πατέρα τους γιατί ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο. Σε μια εποχή, που η μοναδική παιδαγωγική μέθοδος ήταν η τιμωρία και το ξύλο, που ο μαθητής με το πηλίκιο, μόλις έβλεπε στο δρόμο καθηγητή άλλαζε πεζοδρόμιο, ο Κραχτίδης, ο επιθεωρητής φυσικής αγωγής του Νομού Δράμας ήταν η μοναδική εξαίρεση. Οι μαθητές όλου του νομού, ανεξάρτητα από επιδόσεις και φρονήματα, ένιωθαν σαν παιδιά του. Σε μια εποχή, που οι επιθεωρητές των σχολείων θύμιζαν τον επιθεωρητή του Γκόγκολ, προκαλώντας αναταραχή και φόβο σε μαθητές και καθηγητές, ο Κραχτίδης ήταν ο μόνος, που μόλις εμφανιζόταν τρέχαμε όλοι οι μαθητές να τον χαιρετίσουμε. Ο επιθεωρητής-παιδαγωγός με τα πέδιλα, τα τριμμένα αλλά καθαρά ρούχα (ένα απλό πουκάμισο δίχως γραβάτα και ένα παντελόνι, σπανίως και μόνο σε εκδηλώσεις φορούσε γραβάτα, σχεδόν πάντα την ίδια ) περπατούσε πάντα σαν να έτρεχε, ίδιος ο Βέγγος. Εκανε συνεχείς επιθεωρήσεις σε όλα τα γυμνάσια του νομού, όχι για να τιμωρήσει αλλά για να δει τις αδυναμίες και τις ελλείψεις και να βοηθήσει, βάζοντας το χέρι ακόμη και στην ίδια του την τσέπη. Δεν ήταν τυχαίο ότι την εποχή εκείνη η μοναδική ομάδα της επαρχίας που έπαιζε στο ελληνικό πρωτάθλημα ήταν η Δόξα Δράμας. Δεν ήταν επίσης τυχαίο ότι στους πανβορειοελλαδικούς αγώνες, οι μοναδικοί αθλητές, εκτός των ομάδων της Θεσσαλονίκης, που διεκδικούσαν πρωτιές, ήταν εκείνοι της Δράμας. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι, από τη στιγμή που έφυγε από την ενεργό δράση αυτός ο ακέραιος και δραστήριος παιδαγωγός, ολόκληρος ο νομός έπεσε σε αθλητικό μαρασμό, η αλήθεια όμως είναι πως τέτοιοι άνθρωποι δρουν σαν καταλύτες μεταδίδοντας οραματισμό και διάθεση για θυσίες. Δίχως όραμα για το μέλλον, δίχως ελπίδα και διάθεση για θυσίες, καμιά κοινωνία, σε τοπικό ή σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να επιβιώσει διαχρονικά, πόσο μάλλον να δημιουργήσει. Όπως έγραφε και ο Μακιαβέλι: « Τίποτα δεν είναι απελπιστικότερο από το να μη βρίσκεις λόγους για νέες ελπίδες» και σήμερα, όχι μόνο οι νέοι μας αλλά ακόμη κι εμείς οι ενήλικες δε βρίσκουμε λόγους για νέες ελπίδες. Νιώθουμε όλοι πως βυθιζόμαστε σε ένα βούρκο από σκάνδαλα και όπου κι αν γυρίσουμε το βλέμμα μας, βλέπουμε μόνο καιροσκόπους, που μοναδικό τους μέλημα είναι ο εαυτούλης τους. Πνευματική, πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία είναι απούσες από κάθε σημαντικό γεγονός και στείρες σε οράματα και ιδέες. Νιώθουμε πως όλα είναι αφημένα στην τύχη. Ο καλοσυνάτος άνθρωπος με το χαμόγελο, δρούσε πάντοτε με βάση την αρχή-κατηγορηματικό πρόσταγμα:«οφείλω να ενεργώ με τέτοιον τρόπο ώστε να επιθυμώ ο κανόνας μου να γίνει καθολικός νόμος». Τέτοιοι μοναδικοί άνθρωποι έχουν γίνει σήμερα είδος σπάνιο. Μαζί με την οικονομική φτώχεια, φτωχαίνουμε συνεχώς και πνευματικά σαν λαός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου