Σπύρου Βασιλείου: «Το καρναβάλι της Αθήνας»
Ήταν δεν ήταν λίγο πριν τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας του 1896, τότε που η νεότευκτη αθηναϊκή κοινωνία έπαιρνε να διαμορφώνει δικές της συνήθειες και έθιμα, δική της παράδοση. Και η αποκριά, το καρναβάλι, απεδείχθη πεδίον λαμπρόν.
Όμως το τέλος της αποκριάς σηματοδοτούσε το τέλος των διασκεδάσεων και της κρεοφαγίας για την χειμερινή περίοδο, εν όψει της νηστείας και των προετοιμασιών του Πάσχα. Αυτά τότε, και για έναν περίπου αιώνα από την ίδρυση του νεώτερου Ελληνικού κράτους! Σήμερα τίποτα δεν αναστέλλεται, απλώς τις μέρες της αποκριάς εντείνεται η διασκέδαση φτάνοντας στην υπερβολή, με την κακογουστιά και την προχειρότητα να δίνουν τον τόνο.
Άλλοτε επίσης η αποκριά σηματοδοτούσε και τον ερχομό της άνοιξης, όταν ακόμη οι εποχές ήσαν τέσσερις και η αμυγδαλιά άνθιζε, προμηνύουσα έαρ το γλυκύ.
Στο περιοδικό «ΚΛΕΙΩ» (Φεβρουάριος 1889), εκδιδόμενο εν Λειψία, διαβάζουμε: «Αι αμυγδαλαί, αι προάγγελοι του έαρος, λευκάζουσι γραφικώς· και οι κλάδοι αυτών, οίτινες προ μηνός ήσαν κατάφορτοι παγεράς χιόνος, νυν είνε κατάφορτοι της ευώδους χιόνος των ανθέων».
Οι αποκριάτικες χοροεσπερίδες ήσαν κοσμικό γεγονός τόσο για την Αθήνα όσο και για κάθε ακμάζουσα επαρχιακή πολιτεία.
«Κόσμος εκλεκτός, αμφιέσεις πολυτελείς, ζωηρότης άπτωτος και εισπράξεις ικανοποιητικόταται παρ’ όλην την κρίσιν του τόπου...», έγραφαν οι κοσμικές στήλες τον Φεβρουάριο του 1910.
Η κρίση είναι κάτι παραδοσιακό σ’ αυτόν τον τόπο, όπως το αρνί της Λαμπρής, το δέντρο των Χριστουγέννων, η λαγάνα της Καθαροδευτέρας και η καμένη γη που παραλαμβάνει η μια κυβέρνηση από την άλλη. Κάθε γεννιά κληροδοτεί την κρίση στην επόμενη. Όπως το δαχτυλίδι της γιαγιάς, το ρολόϊ με την καδένα, τα κεντητά σεντόνια και την κονσόλα με τον καθρέφτη της εισόδου.
Από το Καρναβάλι της Ψωροκώσταινας στον βασιλιά Καρνάβαλο
Πριν πολλές δεκαετίες οι Δήμοι δεν οργάνωναν παρελάσεις αρμάτων με συμβολισμούς και εικόνες που να σχολιάζουν και να καυτηριάζουν αναδεικνύοντας την επικαιρότητα. Μήτε εγχώριες βραζιλιάνες να παρελαύνουν με παλλόμενα τα νότια ημισφαίρια, τα ήθη της εποχής δεν το επέτρεπαν.
Οι αναπαραστάσεις τότε στήνονταν εκ των ενόντων και, βεβαίως, εκ του προχείρου. Τα θέματα αντλούνταν από τις ανθρώπινες σχέσεις, τις δυσκολίες της συμβίωσης ανόμοιων κοινωνικών ομάδων, τη φτώχεια και τις αδυναμίες της κρατικής μηχανής. Όλα με πνεύμα σκωπτικό και φόντο μια καθημερινότητα μίζερη.
Το Συμβούλιον των Γιατρών, με ράκη και στραπατσαρισμένα ημίψηλα καπέλα, κάρρα διακοσμημένα με ό,τι παράταιρο, φανταχτερό και αηδές συγχρόνως, δείγμα του αλλοπρόσαλου και ανομοιογενούς της νεόκοπης και μίζερης ελληνικής κοινωνίας. «Κατεσκληκότες καί ψωραλέοι όνοι», θέαμα ανάξιο της πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους. Η πομπή του Γάμου, ακολουθούμενη από τα προικιά της νύφης, πομπή το ίδιο άθλια στην εμφάνιση και τη σύνθεση. Κουρέλια, μουντζούρες, λουλάκι καί καρβουνόσκονη.
Ήταν το Καρναβάλι της Ψωροκώσταινας. Ίδιο με εκείνη, πάμπτωχο και θλιβερό κακέκτυπο του αριστοφάνειου πνεύματος. Τέτοια θα μπορούσε να είναι η αποκριά μονάχα σε χώρα της νοτίου Βαλκανικής κι αυτό μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Βάρβαρους καί χυδαίους, χαρακτηρίζει σε εφημερίδες της εποχής ο Αριστοτέλης Κουρτίδης τους μεταμφιεσμένους την προ του 1887 περίοδο. Μέχρι τότε χρέη προσωπίδας έκανε η ασβόλη, η μουντζούρα των μαγειρείων.
«Άπλυτοι σινδόνες, καννάβινα ράκη σάκκων απετέλουν την στολήν των αυτοσχέδιων μασκαράδων, των γυμνοπόδαρων και βδελυρων την ρυπαρίαν...»
Τότε ιδρύθηκε από φιλόκαλλους άνδρας το Κομιτάτον των Απόκρεω της Αθήνας που ανέλαβε να αναβαθμίσει και να ευπρεπίσει τις μέχρι τότε αποκριάτικες εκδηλώσεις. Μαζί με την πρωτεύουσα, εκσυγχρονίσθηκε και πήρε μορφή συγκεκριμένη ο Βασιλιάς Καρνάβαλος σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια πλην εξαιρέσεων, όπου υπάρχει από αιώνων ισχυρή τοπική παράδοση. Εκεί τηρούνται ακόμη τοπικά έθιμα με διονυσιακές τελετές, φαλλικά σύμβολα, σκαμπρόζικα στιχουργήματα. Ένα μείγμα από παγανιστικά και θρησκευτικά σύμβολα, χορούς και τραγούδια γαργαλιστικού περιεχομένου, μα πάντα με πίστη στην τοπική παράδοση.
Το γαϊτανάκι και το ντόμινο, τα ρόπαλα, «οι στιχοπλόκοι του κάρρου», το κομφετί, η παρέλαση του καρνάβαλου, η καμήλα, οι μάσκες. Αναπαραστάσεις ιστορικών σκηνών, παρελάσεις αρμάτων και πεζοπόρων που δίνουν μια συνολική εικόνα κατά ομάδες παριστάνοντας κάτι συγκεκριμένο, σατιρίζοντας καταστάσεις και άλλοτε δίνοντας απλά και μόνο μια καλόγουστη εικόνα. Πανδαισία χρωμάτων και εφευρετικότητα συνθέσεων που συνέθεταν «θεάματα καταθέλγοντα τα όμματα, κινούντα το μειδίαμα ή πλατύν γέλωτα εξεγείροντα...»
Από τας δράκας οπώρων στον λεμονοπόλεμο
Η μόδα σύντομα μεταφέρεται στην ελληνική επαρχία.
Η «ΚΛΕΙΩ» (1888) γράφει: «Πλήθος πυκνόν συνωστίζεται εις τας οδούς εν βοή και θορύβῳ ή σταθμεύει προ των καφενείων και ζαχαροπλαστείων, παράθυρα κι εξώσται των οικιών πληρούνται μετά γυναικών και παίδων. Οι μετημφιεσμένοι παρελαύνουν ή εφ΄ αμάξης ή πεζή (εν ταις αμάξαις υπό την μεταξωτήν προσωπίδα και το κομψόν δόμινον μαντεύεται η ανθηρά μορφή, διαγράφεται το χαριτωμένον σώμα περικαλλούς νεάνιδος. Μικροί μεγάλοι εκσφενδονώσι δράκας οπώρων κατά της μορφής των θεατών...»
Τούτο το τελευταίο αναφέρεται στο «ευγενές» ανά την επικράτειαν έθιμον να κυνηγούν τους μασκαρεμένους με στιμμένα λεμόνια. Εξ΄ ου η φράση η απευθυνόμενη προς ρέκτας πολιτικούς: Φέρτε τα μούτρα σας και θα σας πάρουμε με τα λεμόνια.
Η ρήση εμπεριέχει απειλή και συγχρόνως ταύτιση με τον καρνάβαλο, με τους μασκαράδες. Ο Γιώργος Σουρής από τον «ΡΩΜΗΟ», χλευάζει προς πάσαν κατεύθυνσιν, υμνώντας συγχρόνως τον βασιλιά Καρνάβαλο:
Συ νέαν μεταρρύθμισιν
κι ανάστασιν σαλπίζεις
κι ο κόσμος διοργανωτήν
εσένα μόνον βλέπει...
Μη κομφετί και σερπαντέν
Καρνάβαλε σκορπίζεις,
σαπιολεμονοπόλεμος
στη ρωμηοσύνη πρέπει!
Ο λαϊκός ποιητής Θεοδοσίου, διάδοχος μιας δυναστείας στιχοπλόκων του κάρρου, που μαζί με άλλους ομοίους του απετέλεσαν τους προπομπούς της ελληνικής επιθεώρησης, του θεατρικού είδους που με την σάτιρα κατέγραφε, σκωπτικά, γεγονότα και καταστάσεις, εξαπέλυε ανηλεώς παρλάτες επί δικαίων και αδίκων «φθεγγόμενος στίχους εις την καθαρεύουσαν», μας ενημερώνει η «ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ», μηνιαίο περιοδικό της εποχής.
Οι εφημερίδες και τότε σχολίαζαν πικρόχολα τη σπατάλη χρημάτων για γιορτές και παράτες. Χαρακτηριστικό το έμμετρο του «ΡΩΜΗΟΥ».
Την Ρωμηοσύνη περγελούν
πως δεν σκορπά παράδες.
Μα αφού ξοδεύει μάτια μου
και για τους μασκαράδες!
Αλλά δεν παρέλειπε να χλευάζει και των πολιτικών ανδρών τα καρναβαλικά φερσίματα, τα μασκαροκαμώματα.
Γεια σου μωρέ Καρνάβαλε
με τους γλεντζέδες γλέντα,
πολιτικοί Καρνάβαλοι
γλεντούν στα παρλαμέντα...
Τα βράδια η διασκέδαση συνεχιζόταν ανάλογα με την κοινωνική τάξη. Οι αστοί έτρεχαν στις βεγγέρες και τα σουαρέ, πλήττοντας συχνά φορά θανάσιμα. Καλά, το τι απώλειες του πολυτιμωτέρου πλην ανεπανορθώτου συντελούνταν μια τρελή βραδιά καρναβαλιού, αφήστε καλύτερα. Οι καλή κοινωνία έσπευδε στους χορούς του παλατιού, οι λόγιοι στα σπίτια άλλοι στου Παλαμά και άλλοι στου Σουρή. Οι κατώτερες τάξεις, οι λαϊκές, τα κοπανούσαν σε πλακιώτικες ταβέρνες τσιμπολογώντας κοκορέτσια, γαρδούμπες και σπληνάντερα, καταβρέχοντάς τα με κατάξανθη ρετσίνα, αποφαινόμενοι πως Κι ο Θεός είναι πλακιώτης!
Όμως εκεί, κατά τις μικρές ώρες, αφού εξαντλούσαν τις καντάδες, ρίχνανε καμμιά στροφή στους ήχους της λατέρνας ανεμίζοντας την καρώ τραγιάσκα στον αέρα με Ώπα, αναφωνώντας Ας καεί και το παλιάμπελο, κι άλλοτε με τη δήλωση Δεν πάω σπίτι μου απόψε. Ήταν το ξέσπασμα σε υπερβολές μιας χαμοζωής ταπεινής και στερημένης. Τρώγανε, πίνανε πάρα πάνω απ’ όσο άντεχαν, κάποτε τους πήγαιναν στο σπίτι σηκωτούς, ή καυγάδιζαν άγρια για ψύλλου πήδημα.
Το πρωϊνό έβρισκε το μαγαζί γυαλιά καρφιά, ελληνικότατη συνήθεια, με τον πρωταγωνιστή στο μαγγανοπήγαδο του μεροκάματου. Το στομάχι κόμπος, τα μάτια πρησμένα και το όνειρο να έχει πετάξει μακριά...
Εκατό και βάλε χρόνια μετά, οι αλλαγές είναι μετρημένες. Τα οικονομικά μας το ίδιο προβληματικά, η θέση μας στη διεθνή σκηνή αναβαθμισμένη, λένε οι κυβερνώντες, επισφαλής οι επίδοξοι. Όμως τα κόμματα πολιτεύονται με την ίδια ακριβώς νοοτροπία. Ο λαός, που μονάχα προεκλογικά αναβαθμίζεται σε πολίτες, καταπιεσμένος, αγχωμένος, πάντα με το φόβο της εφορίας και του νέου Κ.Ο.Κ., το δίκιο του δεν το βρίσκει ποτέ. Μόνο το πνεύμα του βασιλιά Καρνάβαλου παραμένει αναλλοίωτο. Κι ο Γιώργος Σουρής, από τον «ΡΩΜΗΟ», πάντα επίκαιρος.
Παράτα, Μούσα, κάθε τι
τον πόλεμο, τη νίκη
κι εξύμνησε το κομφετί
και το μασκαραλίκι...
* Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Με το σφύριγμα του τραίνου» και «Χάρτινα φιλιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου